Λες και υπήρξε ξαφνικά μια παύση. Μια τελεία, σε μια ροή που έμοιαζε νομοτελειακή. Λες και πετάχτηκε από το παράθυρο ο ζωγράφος, αφηγητής και κάτοχος της Ιστορίας, μαζί με όλα του τα σύνεργα. Και πήραμε εμείς το εργαστήρι.
Κι αρχίσαμε να φτιάχνουμε τα δικά μας χρώματα, με αποχρώσεις και μίγματα από τις χιλιάδες ταπεινώσεις που βιώνουμε καθημερινά, παίρνοντας την ιστορία μας στα χέρια μας.
Με τα χρώματα αυτά να είναι από οργή, δάκρυα και κραυγές, ανακατεμένα με συναισθήματα αμέτρητων εξαναγκασμών. Από το βίαιο του πρωινού ξυπνήματος, το άγχος των καθημερινών δρομολογίων, το ατελείωτο των ωρών στις ουρές της υπομονής, τον εγκλεισμό των σχολείων, των υποσχόμενων επιδόσεων των φροντιστηρίων. Χρώμα από το ήχο της κάρτας στη δουλειά, την γεύση της απόλυσης από το αφεντικό, τα ψίχουλα των επιδομάτων, από την κοροϊδία και τον εξευτελισμό των αδειών παραμονής και των αιτήσεων ασύλου, την ανία μπροστά στην τηλεόραση, το μέτρημα των χρημάτων που δεν φτάνουν ποτέ, τα ληγμένα δάνεια και τις τοκισμένες τους δόσεις, όλων εκείνων των προστακτικών, των περιορισμών και των υποχρεώσεων που ασφυκτικά μας περιβάλλουν.
Χρώματα μπερδεμένα.
Μια πληθώρα προσμίξεων, αποχρώσεων αναμεμιγμένων συναισθημάτων και πράξεων. Όλα μαζί απλωμένα στην παλέτα, και πινέλο η οργή μας. Που ξεχύθηκε στο δρόμο, ξεσπώντας στον καμβά. Γιατί τελικά δεν άντεξε μια επιπλέον αφορμή.
Και την πήρε από μια σφαίρα.
Γιατί αν είναι κάτι που πραγματικά εξοστρακίστηκε εκείνες τις μέρες, είναι η ροή της δική μας πορείας. Κάπου βρήκε και λοξοδρόμησε, δραπετεύοντας από την προκαθορισμένη καθημερινή διαδρομή μιας πολυεπίπεδης λεηλασίας. Την προοπτική μιας ολοένα και ασφυκτικότερης επιβίωσης, μέχρι τη στιγμή που, αλλάζοντας απότομα κατεύθυνση, ξεχείλισε σαν χείμαρρος πλημμυρίζοντας τη σαστισμένη πόλη.
Και το τοπίο στον πίνακά μας πυρακτωμένο αρχίζει να μορφοποιείται από πυρπολημένα και κατεστραμμένα κτίρια αστυνομικών τμημάτων, κρατικών υπηρεσιών, γραφείων εφημερίδων. Από καμένα, σπασμένα και λεηλατημένα καταστήματα και πολυκαταστήματα «γνωστών-αγνώστων» επωνυμιών, τραπεζών, σούπερ-μάρκετ και πολυεθνικών, από τα φλεγόμενα πολυτελή αυτοκίνητα και τις αντιπροσωπείες τους. Και οι δρόμοι, βαθιές χαρακιές γεμισμένες με γκρεμισμένα διαφημιστικά ταμπλό, κάτω από πυρακτωμένες στάσεις λεωφορείων, ακρωτηριασμένα μέλη από κούκλες καταστημάτων, σπασμένες κάμερες παρακολούθησης, πυρπολημένες γούνες, τσαλαπατημένες τσάντες, πεταμένα παπούτσια, όλα μαζί μπερδεμένα με απόηχους κρότων και προσκρούσεις αντικειμένων.
Μίγμα μοναδικό!
Εξέγερση, κοινωνική αναταραχή, ξέσπασμα, ξεσηκωμός, αφύπνιση, έφοδος, πύρινο αντάρτικο…
Δεν έχει σημασία, ονόμασέ το όπως θες.
Σημασία έχει ότι όλοι αυτοί οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, που μέχρι χθες μιλούσαμε διαφορετική γλώσσα ζώντας μες στην υποταγή και την ανέχεια, όλοι αυτοί που μέχρι χθες μας θέλανε αόρατους και μόνους, μεμιάς αποκτήσαμε μορφή και πράξαμε από κοινού. Οργισμένοι μαθητές, νεολαίοι, εργαζόμενοι, απολυμένοι, τρελαμένοι κάθε ηλικίας, διαφορετικής υπηκοότητας, «άθεοι» κάθε θρησκείας… Όλοι μαζί, από τις μικρές και μεγάλες μας μητροπόλεις, επιτιθέμενοι στα σύμβολα αυτού του κόσμου.
Σαν απασφαλισμένη χειροβομβίδα που εξερράγη στον χάρτη της χώρας, με τα θραύσματα της να ξεπερνούν τα σύνορά και να σφηνώνονται βαθιά στο σώμα του πλανήτη. Με το κέντρο μιας πρωτεύουσας σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», μιας πόλης που έστεκε άναυδη και ισοπεδωμένη, παρατηρώντας την καταστροφή της. Και την υπόλοιπη κοινωνία βγαλμένη από έναν λήθαργο που είχε σχεδόν διαλύσει κάθε έννοια κοινότητας αντικαθιστώντας την πραγματικότητα των ονείρων της με όνειρα «αξιώσεων» καριέρας και εξασφαλίσεων, όνειρα μπολιασμένα με έπιπλα και μικροσυσκευές, να παρακολουθεί αμήχανη το άγριο ξύπνημά της. Κι ο πίνακας της ιστορίας μας, βιτρίνα του καθωσπρεπισμού σπασμένη που αρχίζει κι ομορφαίνει ακόμα περισσότερο από τον φόβο και τον ανήσυχο ύπνο των κρατούντων. Τον φόβο κάθε λογής κυβερνητών, διοικητών, αξιωματικών, κομματαρχών, εκπροσώπων, δικαστικών αρχών, στελεχών, διευθυντών, τραπεζιτών, εφοπλιστών, καναλαρχών… Με τους δρόμους χαραγμένες γραμμές από πυρακτωμένο μέταλλο, καμένη άσφαλτο, χυμένο πλαστικό, θρυμματισμένο γυαλί, σε ένα τοπίο κατεστραμμένο, γεμάτο συντρίμμια από οργή. Όλα τους πλέον υπολείμματα που αγριεύουν την επιφάνεια του πίνακα, ενώ ο μαύρος πυκνός καπνός, πέπλο από αποκαΐδια, σκιαγραφεί το φόντο καλύπτοντας μέγαρα, μουσεία, λόφους, αγάλματα, παρθενώνες.
Και στο βάθος, φωτίζοντας το σκηνικό, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, με τις φλόγες του να καθρεπτίζονται στα παράθυρα της βουλής, κάνοντας σε να νομίζεις ότι επιτέλους το μπουρδέλο καίγεται. Απεικόνιση προφητικά βγαλμένη από το μέλλον ή αλλιώς αντανακλάσεις οιωνών, «προάγγελοι» κάποιας «μοίρας» αδιαμφισβήτητης που όλο και πλησιάζει. Εκδοχή ή προσμονή, με -ή χωρίς- αφορμή, πινελιά, όπως όλα δείχνουν, νομοτελειακή. Όπου το κτίριο αυτό, σύμβολο-«ναός» της αστικής δημοκρατίας, κάποια επομένη θα καταστραφεί, και μαζί του ολόκληρο το οικοδόμημα αυτού του «θαυμαστού» κόσμου της εκμετάλλευσης, του θεάματος και της υποταγής. Ενός «θαυμαστού» κόσμου, που ενώ έχει ματώσει και λεηλατήσει ολόκληρο τον πλανήτη, μετατρέποντας τα πάντα πάνω του σε εμπορεύσιμη ύλη προς εκμετάλλευση, έχει ακόμα και την υπεροψία να πιστεύει ότι θα μπορεί να επεκτείνεται εσαεί και απρόσκοπτα. Ενός συστήματος σε κρίση, που κάθε του «λύση» γεννά μια νέα κρίση, αναδεικνύοντας το προφανές: πως έτσι κι αλλιώς αυτό το σύστημα δεν έχει τίποτα πλέον να υποσχεθεί στους υπηκόους του.
Γι’ αυτό, αν ρίξεις μια ματιά στο σκηνικό του κόσμου, θα διαπιστώσεις ότι οι πίνακες σαν κι αυτόν πληθαίνουν, φωτίζοντας τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σαν φωτοβολίδες νυκτός, σκιαγραφώντας στην επιφάνεια του παγκόσμιου χάρτη το μήνυμα στους όπου γης προύχοντες. Γιατί όπως τις μέρες του Δεκέμβρη το μόνο βέβαιο ήταν η αβεβαιότητα κάθε εκτίμησης σχετικά με το μέγεθος, τις προεκτάσεις και τις εκδοχές αυτής της δημιουργικής καταστροφής, έτσι και τώρα το μέλλον των κυρίαρχων και η διαιώνιση της λεηλασίας μας παραμένουν αβέβαια όσο ποτέ.
Κι αν εκείνες τις μέρες του Δεκέμβρη αγγίξαμε τα όνειρά μας, ζώντας λίγη από την μαγεία τους, είναι βέβαιο ότι την επομένη σκοπεύουμε να τα αρπάξουμε και να γίνουμε ένα μαζί τους.
Και φυσικά, ως τότε δεν θα περιμένουμε.
Μιας και πρόκειται ουσιαστικά για τη συνέχιση μιας κοινής ιστορίας. Μιας ιστορικής διαδρομής, ενός κοινού αργαλειού από το παρελθόν που υφαίνει ακατάπαυστα, με τα νήματα μιας σειράς κοινωνικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων, τα κομμάτια ενός κοινού υφαντού. Και που πρέπει να εκπληρώσει σύντομα τον σκοπό του. Πριν προλάβει αυτός ο πολιτισμός να μας συμπαρασύρει στο βέβαιο της καταστροφής του.
Και φυσικά, δεν σκοπεύουμε να είμαστε εμείς οι θεατές αυτού του «έργου».
Στηρίζοντας γερά το καβαλέτο μας και εστιάζοντας στον επόμενο πίνακα,
στην επόμενη πινελιά, υφαίνοντας νήμα το νήμα, κομμάτι-κομμάτι,
το σάβανο που θα ντύσει ολόκληρο αυτόν το σάπιο κόσμο.