Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ανακοίνωση για την εμπρηστική επίθεση στο Pasamontaña και τη βεβήλωση του μνημείου του Παύλου Φύσσα

Στις 24/2, νύχτα, νεο-ναζιστές (που κινουνται εντός και γύρω από τη ΧΑ) χρησιμοποιώντας την υπογραφή C-18 με σβάστικα βεβήλωσαν το μνημείο του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι και επιχείρησαν εμπρηστική επίθεση στον Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο Pasamontaña με 4-5 μολότοφ στον τοίχο, χωρίς υλικές ζημιές. Είχε προηγηθεί η αναγραφή του νεο-ναζιστικού C-18 με σβάστικα στον εξωτερικό τοίχο του χώρου.
Αυτά αποτελούν άλλη μια καλή ευκαιρία συνειδητοποίησης ότι ο φασισμός είναι εδώ και επωάζεται, ότι δεν είναι “μόδα που θα περάσει” ή ότι “δεν ξέρουνε”, ότι η σαπισμένη Αστική Δημοκρατία δεν πολεμάει πραγματικά το φασισμό, παρά τον συντηρεί μέχρι να έρθει η ώρα να τον χρησιμοποιήσει.
Από την πλευρά μας, όσοι και όσες δημιουργήσαμε, λειτουργούμε και στηρίζουμε τον Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο Pasamontaña, μετά από 5 χρόνια πολύμορφης δράσης στα πεδία της κοινωνικής-ταξικής αλληλοβοήθειας και αντεπίθεσης, αναμένουμε τέτοιου είδους επιθέσεις και φυσικά παραμένουμε αμετακίνητοι και ενδυναμωμένοι στην επιλογή του αγώνα ενάντια στην καταπίεση, τη φτώχεια και το φασισμό, για μια κοινωνία αλληλεγγύης, ισότητας και ελευθερίας.

ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ – ΚΑΜΙΑ ΑΥΤΑΠΑΤΗ
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟΥΣ ΝΟΣΤΑΛΓΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ 
26/2/2015



αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική σελίδα του αυτοδιαχειριζόμενου κοινωνικού χώρου Κορυδαλλού Pasamontaña

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Παρασκευή 27/2, 8.00μμ, στο ΡΕΣΑΛΤΟ, εκδήλωση : ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ CHARLIE ? (VOL.1)



 
Προβολή ντοκιμαντέρ : “The power of nightmares: The rise of politics of fear” (2004, 115’) για την ανάπτυξη των σύγχρονων κοσμικών (νεοσυντηρητικών) και θρησκευτικών σκοταδισμών μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Τι έγινε τελικά με τα μνημόνια;



 
Τι έγινε τελικά με εκείνα τα μνημόνια που θα σκίζαμε, με εκείνα τα μέτρα που θα αναιρούνταν με ένα μόνο άρθρο μια μέρα μετά τις εκλογές, με εκείνο το χρέος που -μεγάλο του μέρος τουλάχιστον- θα διαγράφαμε, με εκείνη την λιτότητα που θα τελείωνε; Τα παραμύθια και τα νανουρίσματα τελείωσαν. Αυτό πιστοποιεί το κοινό κείμενο συμφωνίας του Eurogroup της Παρασκευής 20/2/2015, το οποίο θα συγκεκριμενοποιηθεί με λίστα μέτρων και μεταρρυθμίσεων που πρέπει να καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση μέχρι την Δευτέρα 23/2 για να εγκριθούν ή να τροποποιηθούν από τους «εταίρους» μέχρι το τέλος της βδομάδας. Δεν τελείωσε όμως και το εμπόριο ελπίδας, που θέλει να πάρει κοινωνική παράταση (κατ’ αρχήν) άλλων 4 μηνών.

Κι έτσι ανακτήθηκε η περίφημη «εθνική αξιοπρέπεια» που τόσες και τόσες φορές μνημονεύθηκε τον τελευταίο μήνα. Όχι με κάποια ουσιαστική μεταβολή των δεδομένων αλλά στο πεδίο μιας εκκωφαντικής φαινομενικότητας. Η σκληρή διαπραγμάτευση αποδείχτηκε τελικά μια διαδικαστική κίνηση εντυπωσιασμού, συρσίματος της «σκληρής» και «αδιαλλάκτης» Γερμανίας στο τραπέζι των συνομιλίων αντί των αφ’ υψηλού υποδείξεων και των τελεσίδικων μέιλ. Το ίδιο και η κατάργηση της τρόικα, που αντικαταστάθηκε από εκπροσώπους των «θεσμών», των ίδιων θεσμών που αντιπροσώπευαν οι τεχνοκράτες της τρόικα. Το ίδιο και το μνημόνιο που έγινε πρόγραμμα. Το ίδιο και τα μέτρα που έγιναν μεταρρυθμίσεις. Το ίδιο και ο Μανωλιός που έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Μια ετυμολογική ανακατασκευή των όρων επιβολής της ευρωπαϊκής και εγχώριας άρχουσας τάξης, που πίεζε εξίσου για ανυποχώρητη στάση των «εταίρων» αφού το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ταξικής λεηλασίας και κοινωνικής ισοπέδωσης είναι το πρόγραμμα κερδοφορίας της, μέσα σε περιβάλλον παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.

Ένα μήνα μετά την ανάληψη καθηκόντων της νέας κυβέρνησης και η διάψευση ήρθε πιο γρήγορα από ποτέ. Τσάμπα η ανάθεση, τσάμπα οι ψευδαισθήσεις, τσάμπα ο μύθος της σκληρής διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης των «αγανακτισμένων», της αριστερο-ακροδεξιάς συγκυβέρνησης της άνω-κάτω πλατείας Συντάγματος του 2011, εκείνων που θα το έκαναν Κούγκι αν δε συμφωνούσαν οι υπόλοιποι «εταίροι» με τις θέσεις μας.

Αυτό που δεν ήταν τσάμπα και πιθανώς θα το πληρώσουμε ακριβά, είναι το νέο σενάριο απόσπασης συναινέσεων και επαναδιαμόρφωσης της «εθνικής ενότητας», με κινητοποίηση του «λαϊκού παράγοντα». Τα πρωτόγνωρα συλλαλητήρια στο Σύνταγμα και σε άλλες πόλεις, χωρίς  κάποιο αίτημα ή οργή προς την κυβέρνησή τους αλλά για τη στήριξή της, που αγκάλιασαν το κοινοβούλιο (εκεί που έγιναν οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις και συγκρούσεις με τους πραίτορες του καθεστώτος τα τελευταία αυτά χρόνια των μνημονίων) και θέλησαν να αποτελέσουν την «κερκίδα» στο -απευθείας αναμετάδοσης- ματς με τους «εταίρους».

Πράγματι, αυτή η κυβέρνηση, με τη συστηματική προσπάθεια αφοπλισμού, αφομοίωσης και αποπροσανατολισμού των «από τα κάτω», των αγώνων και των κινημάτων τους, αναδεικνύεται σε ύψιστο εκφραστή και εγγυητή της καθεστωτικής σταθερότητας και ομαλότητας. Προσπαθεί να αποκαταστήσει την χαμένη κοινωνική εμπιστοσύνη προς τον πολιτικό κόσμο και να εγκαταστήσει ξανά τα απαξιωμένα κόμματα-κοινοβούλιο-κυβέρνηση-κράτος, στην καρδιά και το μυαλό εκατομμυρίων υπηκόων. Επεκτείνει (και δεν άρει) το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που έχει επιβληθεί επίσημα εδώ και μια πενταετία στον ελλαδικό χώρο, αντικαθιστώντας το κορεσμένο δίδυμο Φόβος-Τάξη με το νέο Ελπίδα-Ενσωμάτωση. Οι προηγούμενες κεντρο-δεξιο-ακροδεξιές κυβερνήσεις των μνημονίων, στο όνομα των εξαιρετικών καταστάσεων, απαίτησαν κοινωνική συναίνεση σε μέτρα κοινωνικού ολοκαυτώματος για να εισπράξουν δυσφορία, διαδηλώσεις, απεργίες, συγκρούσεις και όξυναν την καταστολή. Η σημερινή αριστερο-ακροδεξιά συγκυβέρνηση ζητάει κοινωνική ειρήνη και συναίνεση, με παράλληλη πίστωση χρόνου, για να μπορέσει να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις σε ορίζοντα 4μήνου (οι οποίες θα επικυρώσουν ένα νέο μνημόνιο απλά με άλλο όνομα) και να εφαρμόσει το φιλολαϊκό (?!) πρόγραμμά της, που ενώ θα ξεκινούσε να εφαρμόζεται από την πρώτη μέρα και θα ολοκληρωνόταν μέχρι τις 100, έχει εκταθεί σε ορίζοντα τετραετίας, με αβέβαιη την εκπλήρωση πολλών υποσχέσεων (όπως π.χ. η 13η σύνταξη ή η αύξηση του κατώτατου μισθού που τώρα λένε ότι θα εφαρμοστεί σταδιακά μέχρι το τέλος του 2016).

Όσο για την κατάργηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών και των φυλακών υψίστης ασφαλείας τύπου Γ’, καλύτερα ας κρατάμε μικρό καλάθι. Δεν αποκλείονται καθόλου κάποιες «τροποποιήσεις», χωρίς τελικά «καταργήσεις». Για κατάργηση, βέβαια, του τρομονόμου (του ειδικού αυστηρού πλαισίου δίωξης των κατηγορούμενων για ένοπλη πάλη) και του κουκουλονόμου (αντιεξεγερτικό νομοθέτημα με το οποίο έχουν κατηγορηθεί χιλιάδες διαδηλωτές σε βαθμό κακουργήματος τα τελευταία χρόνια) ούτε κουβέντα. Ενώ οι Σκουριές Χαλκιδικής εξαιρέθηκαν από το κυβερνητικό κάδρο ενσωμάτωσης αιτημάτων και αγώνων και αναζητείται ρύθμιση-λύση που θα ικανοποιεί όλες τις πλευρές (πώς γίνεται αλήθεια αυτό;), επιτρέποντας στα μεταλλεία της Eldorado Gold - Ελληνικός Χρυσός να συνεχίσουν το σαρωτικό οικολογικό και κοινωνικό τους έργο. Κακέκτυπη σοσιαλδημοκρατία, που απευθύνεται, όχι τυχαία, κατά κύριο λόγο σε όλους εκείνους τους αγανακισμένους, κινητοποιούμενους και ταραχοποιούς των προηγούμενων ετών, επεκτείνοντας την επιβολή του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης μέσα από την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας γενικευμένης κοινωνικής σιγής νεκροταφείου.

Το μόνο που στα σίγουρα έχει μείνει είναι η εμμονική (και εξόχως προβληματική-επικίνδυνη) αναφορά σε καθημερινό επίπεδο, αυτόν τον ένα μήνα των «διαπραγματεύσεων», στις λέξεις έθνος, πατρίδα και στα παράγωγά τους: εθνική προσπάθεια, εθνική διαπραγμάτευση, εθνική αξιοπρέπεια, εθνική ενότητα, πατριωτικό καθήκον, αριστερός πατριωτισμός, για την πατρίδα κ.α. Ούτε οι δεξιοί δεν είχαν διανοηθεί τα τελευταία 40 μεταπολιτευτικά χρόνια μετά την χούντα να επενδύσουν τόσο πολύ στον πατριωτισμό και την εθνικοφροσύνη. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους ψεκασμένους λαϊκιστές-εθνικιστές τύπου Καμένου ή σε αριστερούς «πατέρες του έθνους» τύπου Κοτζιά (που κυκλοφόρησε πρόσφατα και βιβλίο για τον «αριστερό πατριωτισμό») αλλά σε όλο το κυβερνητικό και κομματικό στελεχικό δυναμικό. Για να ακολουθήσουν δημοτικά σχολεία, όπως στου Παπάγου, όπου  οι δάσκαλοι παρότρυναν τους μαθητές τους να στήσουν, να βιντεοσκοπήσουν και να ανεβάσουν στο διαδίκτυο, μουσικό show τραγουδώντας “give Greece a chance” σε παράφραση του “give peace a chance” (κάνοντας άλλο ένα χρονικό άλμα προς τα πίσω, στην εποχή του Μεταξά). Όπως έγραψαν, βέβαια, κάποιοι σύντροφοι και συντρόφισσες σε άλλο σχετικό άρθρο: «Όσο πιο ψηλή είναι η άνοδος στα σύννεφα της εθνικοφροσύνης τόσο πιο βαθιά είναι η πτώση στην αγκαλιά του φασισμού».

Ενώ, λοιπόν, τις πρώτες της μέρες η «κυβέρνηση της αριστεράς», η «κυβέρνηση της καρδιάς μας», θέλησε να δείξει ότι «δικαιώνει» όλους σχεδόν τους κοινωνικούς αγώνες του προηγούμενου διαστήματος, ενσωματώνοντας τα αιτήματά τους στις προγραμματικές δηλώσεις, οι διαψεύσεις έρχονται ταχύτατα. Κάνοντας για άλλη μια φορά σαφές ότι οι «υποτελείς τάξεις» μπορούμε να στηριζόμαστε μόνο στις δικές μας δυνάμεις και όχι σε κάποιους σωτήρες ή φωστήρες, νέας ή παλαιάς κοπής. Για να γίνουμε «επικίνδυνες τάξεις», με αυτοοργανωμένους ακηδεμόνευτους ριζοσπαστικούς αγώνες και κοινωνική-ταξική αλληλεγγύη.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Παρασκευή 20/2, 8.00μμ, στο ΡΕΣΑΛΤΟ, εκδήλωση για την ΟΛΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ

το πρόταγμα, η όξυνση της καταστολής, νέα δεδομένα με την κυβερνητική εναλλαγή


Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ούτε κέντρα κράτησης ούτε φιλοξενίας, είμαστε με τους αόρατους αυτής της κοινωνίας

Από την παρέμβαση 100 συντροφισσών και συντρόφων, το μεσημέρι της Κυριακής 15.2.2015, στο κολαστήριο της Αμυγδαλέζας όπου οι μετανάστες έχουν εξεγερθεί μετά την αυτοκτονία του αφγανού Μοχάμεντ Ναντίμ.




 
Μέχρι το γκρέμισμα κάθε στρατοπέδου συγκέντρωσης, κάθε φυλακής


Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

_όλοι εκεί


Νωρίς το ξημέρωμα, όταν γύρισε το κλειδί της εξώπορτας, δεν τον περίμενε καμία έκπληξη. Το γεγονός σαν τέτοιο, σα μία στιγμή του θεάματος, ήταν αρκετά χαμηλά. Πάνω του αναπηδούσαν υπέρτιτλοι για την εθνική διαπραγμάτευση, για τα αστυνομικά τμήματα που έμειναν χωρίς θέρμανση και κάτι φωτορεπορτάζ με ξέκωλα, ιδανικά για ξενυχτισμένες μπυροκοιλιές που βρωμάνε σπέρμα και ιδρώτα. Κούρνιασε στην πολυθρόνα. Αναρωτήθηκε για τη ματαιότητα των επιλογών του, συναντήθηκε -αφού προσπέρασε τόνους φιλανθρωπίας- με την αναισθησία των καιρών, (ξανα)θυμήθηκε ότι ζει σε μία γαμημένη κοινωνία που ξύπνησε αριστερή ενώ το προηγούμενο βράδυ κοιμόταν παθιασμένα με την ακροδεξιά, έφερε μπροστά του τα μάτια των ανθρώπων που ήταν μαζί λίγο νωρίτερα. Βαριά από την κάπνα, κουρασμένα από την αμηχανία των στιγμών, ξενυχτισμένα στον χρόνο. Αλλά ήταν εκεί.

Τρεις μέρες, τρεις νεκροί. Ο Σαγιέντ, ο Μοχάμεντ, και ένας ανώνυμος στο αλλοδαπών της Θεσσαλονίκης. Και αυτοί ήταν εκεί. Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε ένα κρατητήριο. Έγκλειστοι, όχι από επιλογή τους. Και οι διπλανοί τους, που ήταν επίσης εκεί, έπραξαν την μικροεξέγερσή τους. Έκαναν κτήμα τους το νεκρό σώμα του Μοχάμεντ, ήταν και το δικό τους σώμα. Αρνήθηκαν να το παραδώσουν στους ανθρωποφύλακες.

Το άλλο πρωί, ήταν και αυτοί εκεί. Όχι από μέσα, απ΄έξω απ΄τα συρματοπλέγματα. Ο υπουργός της αστυνομίας, κυβερνητικό κλιμάκιο, αριστεροί διαμεσολαβητές. Η γλώσσα της εξουσίας υποσχέθηκε ότι θα κλείσει την Αμυγδαλέζα. Δεν ψέλισσε τίποτα, όμως, για τη συνθήκη της διοικητικής κράτησης, αυτή που αιχμαλωτίζει χιλιάδες ανθρώπους σε κελιά και κοντέινερ ανά την επικράτεια. Η γλώσσα της εξουσίας ντύθηκε στ΄ αριστερά. Τόσο γοητευτική και ελπιδοφόρα που ακόμα και η αποστροφή του υπουργού ότι τα όσα λέει δεν αποτελούν καμία μομφή για τους εργαζόμενους στην Αμυγδαλέζα, ακούστηκε σα μία υψηλή νότα σε ένα σοπράνο κομμάτι ξεπλύματος των ανθρωποφυλάκων του κολαστηρίου.

Τρεις μέρες, τρεις νεκροί. Ο Σαγιέντ, ο Μοχάμεντ, και ο Ανώνυμος. Περιμένουν την πράξη μας. Περιμένουμε την πράξη μας. Σαγιέντ, Μοχάμεντ, Ανώνυμε, στείλτε ένα γεια εκεί που είστε και στον Σαχζάτ. Και στον Μπαμπακάρ. Και σε πολλούς άλλους που κάμποσοι από εμάς θυμόμαστε, είχαμε φίλους. Όχι, όσοι ζούμε σε αυτόν τον τόπο δεν είμαστε όλοι κανίβαλοι. Και κάθε φορά, με το σώμα σας και τη φωνή σας, μας υπενθυμίζετε γιατί (πρέπει να) τον μισούμε τόσο πολύ.
[αναδημοσίευση από το blog κύριος φλανέριος]

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Για το "ελληνικό πρόβλημα", την "ελπίδα" και τις γλυκές φωνές του νανουρίσματος

Διανύουμε ήδη τον πρώτο μήνα με αριστερή κυβέρνηση, διάστημα πολύ μικρό για συμπεράσματα. Όχι γιατί κρατάμε στάση αφελούς αναμονής, αλλά γιατί έχει τη σημασία του το πώς θα εκφραστεί σε μορφή και περιεχόμενο αυτή η υβριδική σοσιαλδημοκρατία με ακροδεξιά πατερίτσα, πώς θα εκφραστεί μια αριστερού τύπου διαχείριση της έκτακτης ανάγκης και της επιστροφής σε μια -κοινωνικά και πολιτικά- αδιατάρακτη κανονικότητα. Μια σειρά διακηρύξεων περιμένουν την άμεση υλοποίησή τους ή τη μετάθεσή τους σε βάθος 4ετίας (και ξέρουμε τι σημαίνει αυτό). Αντί όμως να προεικάζουμε και να προκρίνουμε το έργο της νέας κυβέρνησης μπορούμε να αναρωτηθούμε για τους λόγους που οδήγησαν τον συριζα να κόψει πρώτος το νήμα των εκλογών.
Από την αρχή του «ελληνικού προβλήματος» ήμασταν μεταξύ αυτών που υποστήριξαν (και εξακολουθούν) ότι κρίση σημαίνει πόλεμος στους από κάτω. Η τοποθέτηση του «δημόσιου χρέους» σε ρόλο κεντρικού πρωταγωνιστή και αιτίου του προβλήματος διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τη νεοφιλελεύθερου τύπου διαχείριση της κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε γενικότερο ευρωπαϊκό επίπεδο, με φλυαρίες περί βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και διόρθωσης στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας (μείωση μισθών/απελευθέρωση απολύσεων κτλ). Με τον τρόπο αυτό, αποκρύφτηκαν σε μεγάλο βαθμό οι δομικές αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Επιπλέον ο σκληρός ταξικός πόλεμος που εντάθηκε από κράτος και αφεντικά ενάντια στη μισθωτή εργασία και τα κοινωνικά κεκτημένα, αντικαθιστώντας τις -έστω φθίνουσες- πολιτικές ταξικού συμβιβασμού, συσπείρωνε την οργή ενάντια στις «κατοχικές κυβερνήσεις», τα «μνημόνια», τους δαιμονικούς ξένους δανειστές, αφήνοντας σχεδόν στο απυρόβλητο το εγχώριο κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις κάθε μεγέθους που έσπευδαν να εφαρμόσουν κάθε αντι-εργατικό νόμο πριν ακόμα ψηφιστεί. Σε αυτό το σημείο η ρητορική της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης υπήρξε εξαιρετικά επικουρική, στρέφοντας την κριτική της στη σχέση της κυβέρνησης με τους ξένους δανειστές, στα επιμέρους ζητήματα της λειτουργίας των τραπεζών, στις ηθικολογίες για τη διαφθορά στον επιχειρηματικό και κρατικό βίο, αφήνοντας απ’ έξω θέματα που άπτονταν της συνολικής άρθρωσης και λειτουργίας του ελληνικού καπιταλισμού. 
Σε αυτή τη νεφελώδη κατάσταση θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα κοινωνικά αποτελέσματα των ρητορειών του φόβου, της αστυνομοκρατίας και όλων των συνυποδηλώσεων της μορφής κράτος – φύλακας, που αναδύεται δίπλα στη μορφή κράτος – επιχειρηματίας, η οποία καλούνταν να μετατοπίσει το ενδιαφέρον από την αντιμετώπιση της παραγόμενης εξαθλίωσης στην ποινική διαχείρισή της. 
Όμως η κίνηση του καπιταλισμού είναι και αποτύπωση των αντιστάσεων που συναντά στο περασμά της και στο σημείο αυτό θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι μετά από την έντονη σε πειραματισμό, αποδόμηση παλαιών μορφών, καινοτομία και συγκρουσιακότητα 4ετία 2008-2012 (που αποτελεί και ιστορική τομή για τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες), στην ουσία οι κοινωνικές αντιστάσεις –αν εξαιρέσουμε την προκρισιακή εξέγερση του Δεκέμβρη- άνοιγαν και έκλειναν τους κύκλους τους σχετικά σύντομα και μεταβίβαζαν μια λειψή σε πολιτικό και οργανωτικό προσανατολισμό εμπειρία στις επόμενες. Η ύφεση των αντιστάσεων που ακολούθησε τα αμέσως επόμενα 2 χρόνια, μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης, ματαίωσης και απογοήτευσης (αλλά και φωτεινών στιγμών –όπως η αντιφασιστική επιμονή στο δρόμο) οδήγησε και στην ενσωμάτωση του κοινωνικού ριζοσπαστικού δυναμικού σε επιλογές ανάθεσης, διαμεσολάβησης και μετριοπάθειας. Υπήρξαν βέβαια δυναμικοί αγώνες, που όμως παρέμειναν απομονωμένοι, χωρίς να πλαισιωθούν από ένα ευρύ φάσμα αγωνιστικών υποκειμένων (ατομικών ή και συλλογικών). Θα ήταν άλλωστε δύσκολο να συμβούν αυτά, καθώς οι πολιτικές συμβιβασμού των περασμένων δεκαετιών μπορεί να ήταν σταθερά ελλειματικές, ως προς το οικονομικό ισοζύγιο, ήταν όμως εξαιρετικά κερδοφόρες ως προς την άμβλυνση των ταξικών/κοινωνικών αντανακλαστικών. Αυτά τα κουρασμένα αντανακλαστικά έπαιξαν και παίζουν το ρόλο μιας κοινωνικής επιστροφής στην κανονικότητα. Η πρόσδεση της αίσθησης της ελευθερίας με την αγοραστική δυνατότητα, τα όνειρα κοινωνικής κινητικότητας και η καταναλωτική επισφράγισή τους υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι αυτών των πολιτικών και εξέθρεψαν τόσο την ιδιώτευση, όσο και τον κομφορμισμό και τη «νοικοκυροσύνη». Η κυρίαρχη αποτύπωση και αφήγηση για τους αγώνες που διεξάγονταν ήταν η επιστροφή σε κάτι που «χάθηκε» και πρέπει να το ξαναβρούμε. Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που οι περισσότεροι από αυτούς τους αγώνες αφέθηκαν στην αγκάλη της αναδυόμενης κυβερνοαριστεράς η οποία υποσχόταν τη θεσμική ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων. 
Στο ίδιο το στρατόπεδο των αφεντικών κάθε τέτοια δομική και διεθνής κρίση συνοδεύεται και από μια βίαιη αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και γιγάντωση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών. Η πτώση της ζήτησης, λόγω της κατακόρυφης πτώσης της αγοραστικής δύναμης μεγάλων κομματιών, όχι μόνο της ελληνικής αλλά συνολικά της ευρωπαϊκής κοινωνίας, οδηγεί σε απαξίωση μεγάλους όγκους εμπορευματικού κεφαλαίου του οποίου η διάρκεια κυκλοφορίας αυξάνει διαρκώς ή καθηλώνεται, δυσκολεύοντας κάθε φορά την απόσπαση της υπεραξίας που είναι ενσωματωμένη σε αυτό το εμπορευματικό κεφάλαιο.Το γεγονός ότι κομβικό σημείο της «αναστάτωσης» ήταν ο χρηματοπιστωτικός τομέας και η συνακόλουθη έλλειψη ρευστότητας, απέτρεψε οποιαδήποτε ευελιξία και συνέβαλε στην καταστροφή των απαξιωμένων κεφαλαίων και την «κάθαρση» της αγοράς από προβληματικές επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι και το κλείσιμο πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, γεγονός κομβικής σημασίας για την εύρυθμη καπιταλιστική λειτουργία καθώς, σύμφωνα με έρευνες των ίδιων των καπιταλιστικών think tank, αυτού του μεγέθους οι επιχειρήσεις αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Το γεγονός ότι αυτή η κρίση πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε και στη μεσαία τάξη, τόσο με τη μείωση των μισθών ανώτερων υπαλλήλων όσο και με το κλείσιμο και τα προβλήματα ρευστότητας μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, δημιούργησε μια ιδιαίτερα προβληματική συνθήκη. Η μεσαία τάξη αποτελεί ένα σημαίνον πολιτικό μέγεθος στο βαθμό που συμβάλει στην παγίωση των θέσεων που θέλουν την ατομική κοινωνική άνοδο ως μονόδρομο για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το άρμα της διάχυσης του μικροαστισμού στις κατώτερες τάξεις. Θεμελιωμένη η ίδια στον κομφορμισμό και την περιχαράκωση γύρω από το ατομικό συμφέρον, προδομένη από την παραδοσιακή πολιτική της εκπροσώπηση (την δεξιά και την πεθαμένη σοσιαλδημοκρατία του πασοκ) δεν ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει στην αναδυόμενη κυβερνοαριστερά το μέσο για την αποκατάστασή της. Ας μην ξεχνάμε πως η ρητορική από την έως πρόσφατα αξιωματική αντιπολίτευση ήταν εξίσου «συμπονετική» για άνεργους και κακοπληρωμένους, όπως και για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σε μια νέα διαταξική συμφωνία για το γενικό καλό. Ακόμα και τώρα οι δηλώσεις του υπουργού εργασίας της αριστερής κυβέρνησης για την αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 751 (μικτά μην το ξεχνάμε!) ευρώ, συνοδεύονται από τη δήλωση πως αυτό θα γίνει με τρόπο που δεν θα θίξει τις δυνατότητες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Και ας μην θυμηθούμε πως κάποτε μιλούσαν για την αδικία της γενιάς των 700 ευρώ ή, ακόμα καλύτερα, ας ευγνωμονούμε που μπορεί να ξαναγίνουμε τέτοια. 
Τέλος, η μακροημέρευση της νέας κυβέρνησης δεν εξαρτάται μόνο από τα εσωτερικά μέτωπα. Σε διεθνές επίπεδο, εδώ και πολύ καιρό, αναπτυσσόταν από κομμάτια του μπλοκ των κυρίαρχων η ανησυχία για τη συνέχιση των προγραμμάτων λιτότητας και την εμμονή στην μείωση του δημόσιου χρέους με τρόπους που δημιουργούν καθίζηση στις εσωτερικές αγορές, οδηγώντας όπως είδαμε σε «φρακάρισμα» του κύκλου της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Από το ξέσπασμα της κρίσης, οι «κεϋνσιανού» σοσιαλδημοκρατικού τύπου φωνές, εμφανίστηκαν πολύ αδύναμες στο να αποτελέσουν την πειστική απάντηση στο πρόβλημα. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός –ακόμα και στις πρωτοκοσμικές εστίες- είχε στηθεί με πολεμικούς όρους που δεν σήκωνε επιστροφή σε πάσης φύσεως κοινωνικούς και ταξικούς συμβιβασμούς. Καθόσον όμως η διαχείριση της κρίσης στην Ευρώπη από τις δημοσιονομικές εμμονές των διευθυντηρίων φαίνεται να μην αποδίδει, αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο (επ’ αφορμή και της παρουσίας συριζα-podemos κτλ) μια δυναμική συστημική εναλλακτική, και να συγκροτείται ένας εμφανής πολιτικός πόλος που εκφράζει τις «άλλες» καπιταλιστικές στρατηγικές: αυτές δηλαδή που υποδεικνύουν μια χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας, κάτι που βέβαια σε τίποτα δεν θα έθετε σε αμφισβήτηση όχι μόνο την καπιταλιστική κανονικότητα, αλλά ακόμα και την ίδια την τρέχουσα μορφή της, αυτήν της νεοφιλελεύθερης πολεμικής διάταξης των δυνάμεων της «αγοράς»… Άρα οι ρεαλιστικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις των διαφόρων μπαρουφάκηδων έρχονται στην πραγματικότητα να «κουμπώσουν» πάνω σε μία υπαρκτή ανάγκη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και όχι να ανοίξουν το δρόμο ή να υποδείξουν κάτι το νέο. Και αν η ελληνική αγορά είναι ένα συγκρίσιμο μέγεθος στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυτό σίγουρα δεν ισχύει για την Ισπανία και την Ιταλία, πόσο μάλλον για την Γαλλία. Από κοντά και οι πιέσεις του «αμερικανικού παράγοντα» που για δικούς του λόγους δεν φαίνεται επί του παρόντος να επιθυμεί την κατάρρευση της ευρωζώνης –που θεωρείται και ένα καλό γεωστρατηγικό ανάχωμα στην εξάπλωση του ρώσικου παράγοντα προς την δύση. Στην παρούσα συγκυρία λοιπόν οι «ρεαλιστικές» (όπως αναφέρονται σε διεθνή οικονομικά περιοδικά) προτάσεις και διαθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι σίγουρο πως δεν θα βρουν ευήκοα ώτα και αντίστοιχες προθέσεις. Και το πιο πιθανό που φαίνεται πως θα συμφωνηθεί είναι «μια έξυπνη μηχανική του χρέους» παρά μια άκαμπτη συνέχεια των ίδιων «ανεπιτυχών» μέτρων και μια ταυτόχρονη πολιτική τοποθέτηση των διευθυντηρίων για μια ηπιότατη χαλάρωση των ισοσκελισμένων δημοσιονομικών εμμονών. Δηλαδή μνημόνιο με άλλες λέξεις, χωρίς πιθανόν την απεχθή εικόνα γιάπηδων τροϊκανών τοποτηρητών. 
Σε γενικές γραμμές η κυβέρνηση του σύριζα δεν έρχεται να διαχειριστεί ένα πραγματικό πεδίο ταξικά πολωμένων αντιθέσεων, αλλά από τη μία την αγωνία μεγάλου κομματιού των ψηφοφόρων της για την αποκατάσταση του μικροαστικού ονείρου μιας βολεμένης ζωής, χωρίς εκπλήξεις και εντάσεις, και από την άλλη ένα κομμάτι που μπούχτισε και ασφυκτιούσε από τις σκοτεινές πολιτικές της προηγούμενης ακροδεξιάς διακυβέρνησης. Με λίγες ανέξοδες (τόσο με κοινωνικούς όσο και με οικονομικούς όρους) κινήσεις μπόρεσε να «αλλάξει το κλίμα» και συνεπικουρούμενη από μια μονομπλόκ μιντιακή στήριξη –που θα ζήλευε και η προηγούμενη ακροδεξιά κυβέρνηση- να δημιουργήσει μια πανκοινωνική πρόσληψη ότι «κάτι πραγματικά αλλάζει». Τα στελέχη της αριστερής κυβέρνησης, προερχόμενα όντως από έναν διαφορετικό πολιτισμό και ήθος από την υπόλοιπη χλέπα του συστήματος, έναν πολιτισμό που δεν παίζει με τις αγκυλωτικές σοβαροφάνειες, διαχειρίστηκαν επικοινωνιακά άψογα αυτήν τους τη διαφορά. Τα «απλά αυτοκίνητα των υπουργών» και η απουσία γραβάτας, σηματοδότησε συμβολικά την «αλλαγή», ηθικολογώντας ασύστολα πάνω στις απεχθείς προηγούμενες εικόνες αυτών που κυβέρνησαν τη χώρα. Παλιά βέβαια όλο αυτό το λέγανε ζιβάγκο, αλλά αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία… Οπωσδήποτε αυτό που έχουμε ήδη παρατηρήσει είναι μια αλλαγή ύφους και μια τάση να εγκαταλειφθεί το σχέδιο απόσπασης συναινέσων μέσω του αποκλεισμού και του φόβου. Η αλλαγή της αισθητικής είναι ικανή να διατηρήσει για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα την ικανοποίηση των ψηφοφόρων της. Η απομάκρυνση της περίφραξης από το προαύλιο της βουλής, η δέσμευση του νέου υπουργού δημόσιας τάξης για τερματισμό της αστυνομοκρατίας, οι δηλώσεις για άμεση κατάργηση των επιστρατεύσεων και η δέσμευση του υπουργού δικαιοσύνης για κατάργηση των φυλακών "τύπου Γ", εντάσσονται σε ένα πλαίσιο «ανέξοδων» παρεμβάσεων προς την εμπέδωση των προθέσεων της κυβέρνησης για κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα, απαραίτητο στοιχείο της οποίας θα πρέπει να είναι και η υπομονή των «αδικημένων». Ακούγεται αστείο, πως το αντιπολιτευτικό μοτίβο «η υπομονή τελείωσε» μετουσιώνεται σε ένα «τα πράγματα δεν αλλάζουν από την μια μέρα στην άλλη». Η «υπομονή των αδικημένων» από αντιθετικός πόλος, παραγωγός κοινωνικών εντάσεων γίνεται το βασικό εργαλείο στήριξης των μεταρρυθμίσεων, γίνεται πυλώνας σταθερότητας στο αριστερό -αυτή τη φορά- καθεστώς έκτακτης ανάγκης. 
Σε αυτό το πλαίσιο, οι όποιες υπαρκτές αγωνιστικές διεκδικήσεις αναμένεται γρήγορα να ενσωματωθούν, αναθέτοντας την εκπλήρωση των αξιώσεών τους στα αρμόδια θεσμικά όργανα. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και υπηκόων αναμένεται να είναι από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της νέας κυβέρνησης και προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη βρεθεί οι απαραίτητες συμμαχίες στην ανώτερη ελίτ, τουλάχιστον μεταξύ αυτών που αναγνωρίζουν τη σημασία της εσωτερικής κοινωνικής ειρήνης και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Άλλωστε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έσπευσε να δηλώσει πως η εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών είναι εκ των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Η «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας ουσιαστικά κοιτάει όχι σε μια ριζική αναδιανομή του πλούτου (κατά τα πρότυπα της παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας), αλλά στην εθνική-καπιταλιστική ανασυγκρότηση, στην επανεκκίνηση της μεσαίας και ανώτερης εθνικής αστικής τάξης… 
Στο πολιτικό-κοινωνικό πεδίο η αριστερή κυβέρνηση έχει όντως καταφέρει μετά από 6 χρόνια αγώνων και συγκρούσεων, να τονώσει το κοινωνικό ενδιαφέρον για τις δυνάμεις της ανάθεσης και της διαμεσολάβησης και να επανανομιμοποιήσει ένα μέχρι πρότινος πλήρως απαξιωμένο πολιτικό κόσμο. Ο σχεδιασμός για μια συνολική θεσμική-αστική ανασυγκρότηση, πολιτικό πυλώνα στην προσπάθεια ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, διαμορφώνει και το έδαφος πάνω στο οποίο θα πατήσει η νέου τύπου αφήγηση της εθνικής ενότητας, αλλά και η καθεστωτική ιδεολογική επίθεση σε καθετί ριζοσπαστικό και αντιθεσμικό που θα τολμήσει να της «ασκήσει κριτική». Ο τραγέλαφος των συγκεντρωμένων «που δεν εκβιάζονται» στην πλατεία Συντάγματος την περασμένη Πέμπτη, «για την στήριξη της διαπραγματευτικής δύναμης της κυβέρνησης» δείχνει τον δρόμο για τους κοινωνικούς αυτοματισμούς που θέλει να δοκιμάσει το αριστερό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Η παγκόσμια «κινηματική» πρωτοτυπία, να συγκεντρωθεί πλήθος χωρίς το ελάχιστο αίτημα και διεκδίκηση από την κυβέρνησή του (πέρα από έναν αντι-Σόιμπλε αέρα) μπροστά στο κοινοβούλιο -το οποίο αποτέλεσε το πραγματικό πεδίο μάχης όλων των προηγούμενων ετών- είναι κάτι που δεν το είχε διανοηθεί ούτε η αλήστου μνήμης πασοκική ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ της δεκαετίας του 1980… 
Ας μην το ξεχνάμε, το σκοτάδι πέφτει -μεταξύ άλλων- και κάθε φορά που κλείνουμε τα μάτια μας να αποκοιμηθούμε… και κάποιοι –πολύ περισσότερο η αριστερά- έχουν γλυκιά φωνή στο νανούρισμα…  
9/2/2015
Θερσίτης
 

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

μια ζωή σε ράγες...

Ήμουν στο τρένο και μπήκε. Κάθισε απέναντί μου. Στην αρχή εκνευρίστηκα γιατί μιλούσε δυνατά και έπιανε πολύ χώρο και δεν μπορούσα να διαβάσω για τον Δον Ζουάν. Και την κοίταξα. Μιλούσε με τη φίλη της. Και οι δύο τους γνήσιες προλετάριες, γυναίκες που είχαν πάνω τους τη φτώχια αλλά όχι την εξαθλίωση και φαίνονταν μεγαλύτερες απ’ όσο πραγματικά ήταν. Μιλούσε στη φίλη της και αυτή κουνούσε το κεφάλι στενοχωρημένη. Εγώ κοίταζα αποχαυνωμένη γιατί δεν έχω συνηθίσει τέτοιες κουβέντες στο τρένο, συνήθως μιλάνε οι «τρελοί» ή οι φασιστόγεροι, όλοι οι υπόλοιποι είναι πολύ νυσταγμένοι και μίζεροι. Και να που το μονόπρακτο που παιζόταν μόνο για μένα, στο πίσω βαγόνι, ήταν και του γούστου μου. Μια γυναίκα που τη χτύπησε ο άντρας της, ήρθε η αστυνομία, αυτή φοβήθηκε και δεν έκανε καταγγελία, μετά ήρθε το παιδί στο σπίτι και όλοι κοιμήθηκαν στα κρεβάτια τους. Μόνο που αυτή δεν κοιμήθηκε καθόλου όλο το βράδυ και με το που ξημέρωσε πήρε τους δρόμους και έφυγε. Έφυγε γιατί δεν άντεχε στη σκέψη πως αυτό συνέβη σε κείνη, πως νόμιζε ότι αγαπιόταν με τον άντρα της, πως τώρα είναι φοβισμένη, πως δεν θέλει να το μάθει η μάνα της, πως η φίλη και γειτόνισσα, της είπε ότι πάει κόντρα και φταίει και κείνη, δεν θέλει να σκέφτεται πως είναι έγκυος και τί θα κάνει με ένα καινούριο μωρό. Πήρε τους δρόμους και έφυγε. Πήρε το τρένο και κατέβηκε στην Αθήνα. Βρήκε την παλιά της φίλη και πήραν μαζί το τρένο της πόλης πια για το κέντρο. Τι θα γίνει; Τι θα γίνει το βράδυ που θα πάει σπίτι; Τι θα γίνει που δεν έχει λεφτά για δικηγόρο; Τι θα γίνει που έχει πάνω της μόνο 20 ευρώ; Και αν της πάρει το παιδί; Και το άλλο παιδί; Τι να το κάνει; Να το κρατήσει; Μήπως ήταν μόνο μια φορά; αλλά είναι κακός και τρελός… κι αυτή τί φταίει και αν την επόμενη φορά την απειλήσει με κανένα μαχαίρι; και τι θα κάνει τώρα;

Και εγώ που ασχολούμαι με «αυτά», που θέλω να μιλήσω για «αυτά», να γράφω κείμενα και να κάνω εκδηλώσεις… μένω εκεί μουγκή. Θέλω να της μιλήσω, να της πω να φύγει, να της πω να μη φοβάται και πως θα τα καταφέρει, να της πω πως ό,τι και να της λένε, δεν είναι τρελή και πως δεν θα’ πρεπε να ντρέπεται. Πως αν φύγει, θα μάθει στο παιδί της πολλά περισσότερα από το να κάτσει. Να της πιάσω το χέρι και της το σφίξω, αλλά δεν κάνω τίποτα… στέκομαι εκεί και κοιτάω, κοιτάω τις κοκκινίλες στο πρόσωπό της και την κοιτάω μέσα στα μάτια. Αλλά δεν μιλάω. Και τι να της πω δηλαδή; Δεν έσπασα αυτή την απόσταση μεταξύ μας, από φόβο και από αυτή τη διακριτικότητα που μας κάνει όλες μόνες μας.

Είχα τα νεύρα μου σήμερα, από το πρωί, δεν ήθελα να ξυπνήσω πάλι τόσο νωρίς, είχα κουραστεί να κοιμάμαι τόσες λίγες ώρες -πλέον δεν μου φτάνουν- είχα τα νεύρα μου που ήξερα τί θα έκανα όλη τη μέρα, που δεν θα προλάβαινα να κάνω όλα όσα πρέπει, που δεν προλαβαίνω να κάνω τίποτα σωστά, που ξύπνησα και μένω ακόμη με τους γονείς μου και που ζω σ’ ένα πρόγραμμα ασφυκτικό και δεν βλέπω και καμιά προοπτική. Έχω τα νεύρα μου με τον Μ. που δεν θα με πάρει τηλέφωνο και με μένα που θα περιμένω. Και μετά από αυτό... Δέκα λεπτά μου πήρε να τα ξεχάσω όλα αυτά και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η σιωπή και ότι δεν μπορώ να μιλήσω σε αυτή τη γυναίκα απέναντί μου. Αυτή δεν ντράπηκε και τα είπε όλα στη φίλη της σε ένα τρένο μπροστά σε άλλους, νυσταγμένους και μίζερους και έφυγε, ήρθε στην Αθήνα και θα ξαναγυρίσει πίσω ακόμα πιο δυνατή και θα τα καταφέρει. Το είπε και την πιστεύω. Το ελπίζω. Συγγνώμη που ντράπηκα...